Η Συκιά 

(Ficus carica)

Ο Αύγουστος είχε προχωρήσει πια για τα καλά στο χωριό της Δέσποινας. Και όπως σε πολλά μέρη του κόσμου, το τέλος του Αυγούστου σημαίνει σύκα. Σύκα άσπρα ή μαβιά, που γεμίζουν γλύκα το στόμα και την καρδιά. Και όχι μόνο τον Αύγουστο. Παντού σε όλον τον κόσμο, όπου υπάρχουν συκιές, η μάνα Γη προσφέρει σε αφθονία αυτόν τον καρπό. Και τότε, τρέχουμε όλοι να τα μαζέψουμε να φάμε και να φυλάξουμε για τον χειμώνα.

 Η Δέσποινα ήταν στον κήπο του σπιτιού της και έκανε κούνια. Της την είχε φτιάξει ο μπαμπάς της, κρεμώντας την σε ένα χοντρό κλαδί μιας μουριάς που αυτήν την εποχή ήταν καταπράσινη και έδινε μια υπέροχη σκιά. Η μαμά της βγήκε από το σπίτι δένοντας το λευκό της μαντήλι προσεκτικά κάτω από τον λαιμό. Στο χέρι της ήταν περασμένο ένα αρκετά μεγάλο ρηχό καλάθι.

– Δέσποινα, έλα να πάμε ένα γύρω να μαζέψουμε τα σύκα που ωρίμασαν σήμερα! Χθες είδα κάποια που σίγουρα σήμερα θα είναι έτοιμα. Ζουμερά-ζουμερά και ολόγλυκα!

– Ούφ, πάλι σύκα σήμερα; Βλέπεις, ακόμα κόκκινα είναι τα χέρια μου από την φαγούρα που με έπιασε χθες!

– Έλα τώρα, υπερβάλεις. Δεν κρατάει τόσο πολύ. Δε λέω ότι είναι και ευχάριστο αλλά, όταν θα τα τρώμε ξερά το χειμώνα δίπλα στο τζάκι, θα έχεις ξεχάσει αυτή την ενόχληση προ πολλού! Νομίζω, τα χέρια σου είναι έτσι, από το σχοινί της κούνιας… Αν είναι ακόμα έτσι όταν γυρίσουμε, θα σου βάλω λίγο λαδάκι από βαλσαμόχορτο.

– Τουλάχιστον θα μου πεις μια ιστορία;

– Ου! Όσες θες! και τρεις και τέσσερεις ιστορίες. Η συκιά είναι από τα πρώτα δέντρα που ανακάλυψε ο άνθρωπος, και έχει θρέψει λαούς και λαούς. Και όλοι έχουν τουλάχιστον από μια ιστορία. Μόνο η Ελληνική Μυθολογία, έχει τρεις…

Έτσι βγήκαν από την αυλή και σε λίγα βήματα ήταν ήδη μπροστά στην πρώτη συκιά που ήταν ακριβώς κάτω από το σπίτι τους. Η μαμά ψηλαφούσε ένα ένα τα σύκα που ήταν στο ύψος της ενώ η Δέσποινα ελαφριά σαν πουλάκι, άρχισε να σκαρφαλώνει στα κλαδιά. Μερικά που ήταν ακόμα πιο ψηλά τα κατέβαζαν με ένα ραβδί τσιγκελωτό. Μάζεψαν αυτά που ήταν γινωμένα και προχώρησαν στις επόμενες στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της γιαγιάς Ευανθίας. Μέχρι να φτάσουν εκεί, το καλάθι είχε γεμίσει και η αποστολή για εκείνη την μέρα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Μόνο ιστορίες δε πρόλαβαν να πουν· γιατί όπως πολύ συχνά συνέβαινε, όταν έβγαιναν να μαζέψουν είτε καρπούς, είτε βότανα, το μυαλό τους άδειαζε από κάθε σκέψη ή λόγο, και αφιερωνόταν σε αυτό. Όταν όμως έφτασαν στο σπίτι της γιαγιάς, η Δέσποινα θυμήθηκε την υπόσχεση της μαμάς της. 

– Μαμά, τί έγινε με την ιστορία που θα μου έλεγες;

– Μα ναι φυσικά. Ξεχαστήκαμε. Τί θα έλεγες να μπούμε στο σπίτι της γιαγιάς; Λέω να απλώσουμε εδώ τα σύκα σήμερα και να μας πει εκείνη την ιστορία; Έτσι θα θυμηθώ κι εγώ, πώς είναι να σου λέει ιστορίες η μαμά σου!

Σύκα αποξηραμένα

Όταν η Δέσποινα και η μαμά της μπήκαν στην αυλή, γιαγιά Ευανθία ήταν ήδη έξω γιατί ήταν η ώρα που ο ήλιος έγερνε πια. Αυτήν την ώρα της άρεσε να κάθεται στο πλακόστρωτο μπροστά από τον κήπο της και να εισπνέει τα αρώματα του,  καθώς ο ήλιος άλλαζε τα χρώματα στην παλέτα τού ουρανού. Ήταν κοντά στα εβδομήντα αλλά αυτό δεν σήμαινε καθόλου ότι την είχαν πάρει τα χρόνια. Ελάχιστες ρυτίδες και ίσα ίσα λίγες άσπρες τρίχες, την έκαναν να μοιάζει λίγα χρόνια μόνο μεγαλύτερη από την κόρη της την Μαρία, την μαμά της Δέσποινας. Αυτό, όχι μόνο γιατί στην Ιδαία οι άνθρωποι αργούν να γεράσουν. Ειδικά η Ευανθία ήξερε καλύτερα απ’ όλες τις γυναίκες στο χωριό τα μυστικά της διατήρησης της νεότητας. Βλέπετε, είχε τα δικά της μελίσσια και ήξερε τις συνταγές για όλες τις θεραπευτικές και κοσμητικές  κηραλοιφές. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία που θα πούμε μιάν άλλη φορά. Ας επιστρέψομε τώρα στην σημερινή.

Μόλις άκουσε λοιπόν τα βήματα της κόρης της και της εγγόνας της στη αυλή, πετάχτηκε ολόχαρη να τις υποδεχθεί. Είδε και το καλάθι με τα σύκα, και χάρηκε ακόμα περισσότερο. Γιατί μπορεί να ήταν αδύνατη, αλλά ήταν και πολύ γλυκατζού!

– Καλώς μου τες, καλώς μου τες, όπου μου φέρατε και συκαλάκια! Ορίστε περάστε, ελάτε να κάτσουμε εδώ να τα ‘τοιμάσουμε. Να φάμε και μερικά. Ναι;

– Φάγαμε μαμά, φάγαμε.  Φάε εσύ. Μόνο να πλύνουμε τα χέρια και πρόσωπο  θέμε τώρα να φύγει αυτή η φαγούρα. Κι΄ ύστερα θα έρθουμε να κάτσουμε να κόψουμε τα σύκα, να τα βάλουμε στις καλαμιές να στεγνώνουν. Έχεις στρωμένες τις καλαμιές έ;

– Έχω αμέ. Να εκεί πάνω στο μπεντένι. Ναι ρίξτε νερό· έχω εκεί στον κουβά φρέσκο. Κι ελάτε να καθίσουμε.

– Γιαγιά, μου είπε η μαμά θα μας πεις ιστορίες για τη συκιά είπε η Δέσποινα, καθώς έτριβε τα χεράκια με το νερό που της έριχνε η μαμά της.

– Και βέβαια παιδάκι μου θα σας πω! Γι’ αυτό δε είναι άλλωστε οι γιαγιάδες; Ένα λεπτό, πάω να φέρω μαχαίρια να αρχίσουμε να κόβουμε τα σύκα. Κι ύστερα, ό, τι θέλετε!

Βγαίνοντας η γιαγιά από το σπίτι είδε την Μαρία με την Δέσποινα έτοιμες καθισμένες στο πέτρινο τραπέζι της αυλής, με το καλάθι τα σύκα μπροστά τους

– Λοιπόν κοπελιές μου, τι θέλετε να σας πω; Έχουμε δύο μύθους, από την μυθολογία και έναν του Αισώπου, και φυσικά ιστορίες από την Αγία Γραφή.

“Η ξήρανση της άκαρπης συκής από τον Ιησού” – Giandomenico Tiepolo (Venice 1727-1804)

– Ας αρχίσουμε από τον πιο παλιό γιαγιά! Ποιος είναι ο πρώτος;

– Σωστή σκέψη. Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή. Κάποτε, όταν ο Δίας έφυγε από αυτό το βουνό και απελευθέρωσε τα αδέλφια του από το στομάχι του πατέρα τους του Κρόνου, φυσικά, δεν σταμάτησε εκεί! Ξεκίνησε έναν πόλεμο εναντίον του για να του πάρει την εξουσία. Κι αυτό κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Γιατί ναι μεν οι θεοί ήταν δυνατοί και είχαν και ισχυρούς συμμάχους, αλλά και τα αδέλφια του Κρόνου, οι Τιτάνες, ήταν παντοδύναμοι. Είχαν βλέπετε στα χέρια τους τον κόσμο πολλά· αμέτρητα χρόνια· σχεδόν από τότε που δημιουργήθηκε. Και το κυριότερο; Είχαν την βοήθεια της μητέρας τους της Γαίας. Η Γαία ήξερε ότι ο Κρόνος ήταν άδικος. Ήξερε ότι θα χάσει στο τέλος, αλλά τι να κάνει που οι Τιτάνες ήταν παιδιά της και τα πονούσε;

– Αχ γιαγιά ξέρω για την Τιτανομαχία αλλά τί ωραία που την λες εσύ! Έτσι θα έκανα κι εγώ σαν την Γαία. Δεν θα ήθελα να πονούν ούτε τα παιδιά, ούτε τα εγγόνια μου!

– Αφού την ξέρεις, την Τιτανομαχία ξυπνοπούλι μου για πες; Τι έγινε μετά;

– Οι Τιτάνες έχασαν στο τέλος και επειδή ήταν αθάνατοι, ο Δίας τους φυλάκισε στα έγκατα της Γης, τα Τάρταρα κι ύστερα έβαλε τους Εκατόχειρες να τους φυλάνε. Καλά δεν τα λέω γιαγιά;

– Χμμμ ναι σχεδόν. Μα είναι και κάτι που δεν ξέρεις. Αλλιώς δεν θα είχαμε πει αυτήν την ιστορία σήμερα. Ένας από τους Τιτάνες ήταν και  ο Συκεύς. Αυτουνού θα του είχε φαίνεται αδυναμία η μαμά του γιατί όταν έτρεξε σ’ αυτήν να τον βοηθήσει, εκείνη τον έκρυψε στον κόρφο της. Και όταν πια τα πράγματα είχαν ησυχάσει, τον μεταμόρφωσε στο δέντρο που ξέρουμε. Έτσι ζει μέχρι τις μέρες μας, όχι στα Τάρταρα, μα στον κόρφο της μάνας του και χαίρεται τον ήλιο. Μα απ’ ό,τι βλέπω εδώ και ώρα δεν έχουμε ήλιο. Ούτε άλλα σύκα να κόψουμε. Αρκετά με τις ιστορίες για σήμερα.  Για να σηκωνόμαστε σιγά σιγά. Αν μου φέρετε και αύριο σύκα, θα σας πω και για την θηλυκή συκιά γιατί όπως ξέρετε πολύ καλά, οι συκιές είναι δύο λογιώ. Θηλυκές κι αρσενικές. Άντε να στρώσετε τα σύκα εκεί που σας έδειξα και εγώ θα φέρω μια καθαρή πετσέτα από την λινοθήκη να τα σκεπάσουμε. Έτσι;

Έτσι κι έγινε, κι όταν βγήκε η Ευανθία από το σπίτι, κρατούσε εκτός από την πετσέτα και έναν λίχνο αναμμένο. Είχε βραδιάσει πια και έπρεπε να έχουν κάτι να τους φέγγει για να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η Δέσποινα έφυγε με χαρά. Της είχε αρέσει πολύ η ιστορία όπως την έλεγε η γιαγιά της! Πλέον δεν θα γκρίνιαζε αν της έλεγε η μαμά να ξεκινήσουν για τα σύκα. Ίσα ίσα. Θα ανυπομονούσε για να ακούσει τον επόμενο μύθο.


Η Δέσποινα ξύπνησε με την μυρωδιά των καυσόξυλων και τον ήχο τους που τριζοβολούσε στον ξυλόφουρνο. Ήταν η μέρα που η μαμά φούρνιζε το ψωμί της εβδομάδας. Μπορεί να είχαν μείνει οι δυο τους στο σπίτι, αλλά ψωμί θα πήγαιναν και στη γιαγιά που ζούσε μόνη και δεν φούρνιζε, και στον μπαμπά στο μιτάτο, και ίσως έρχονταν και τα αδέλφια της κάποια μέρα. Μετά το ψωμί η μαμά πάντα θα έβαζε κάποια πίτα και, τώρα τον Αύγουστο, τα σύκα που είχαν ήδη ξεραθεί πάνω στις πεζούλες. Ύστερα θα τα έβαζαν σε ένα μεγάλο πιθάρι στο κελάρι τους ανάμεσα σε φύλλα μυρτιάς και δάφνης. Έκαναν πάντα μεγάλο απόθεμα. Ήταν το βασικό κολατσιό για το σχολείο μαζί με σταφίδες, αμύγδαλα και καρύδια. Όμως και τα κρύα βράδια μπροστά στην αναμμένη φωτιά, είχαν το μερίδιο τους σ’ αυτούς τους πολύτιμους καρπούς. Ακόμα και τα πιο επίσημα βράδια όπως το χειμερινό ηλιοστάσιο και οι παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς· τότε με την μαμά έφτιαχναν τις συκομαΐδες. Όλοι έλεγαν ότι οι συκομαΐδες της μαμάς ήταν οι καλύτερες! Η εικόνα όμως της μαμάς να ζυμώνει και να πλάθει την έβγαλε από την ονειροπόληση. Σίγουρα η μαμά θα ζύμωνε αυτήν την ώρα και αν δεν πήγαινε από μόνη της η Δέσποινα, θα την άκουγε σε λίγο να φωνάζει. Έτσι έτρεξε να την προλάβει γιατί, τί καλύτερο από μια μαμά που δεν φωνάζει; Μια μαμά που λέει ιστορίες!

Έτσι ντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έπλεξε τα πυκνά ξανθά της μαλλιά μια μεγάλη πλεξίδα, πλύθηκε και έτρεξε στην αυλή όπου όντως η μαμά της ήταν σκυμμένη πάνω από την σκάφη και ζύμωνε καθώς ο ήλιος έβγαζε της πρώτες του ακτίνες.

– Καλημέρα μαμάκα μου! Είδες που ήρθα από μόνη μου σήμερα;

– Καλημέρα κορούλα μου! Και πολύ καλά έκανες! Έλα να βάλεις ένα χεράκι να βάλουμε το ψωμί στον φούρνο.

– Ναι αλλά θυμάσαι τι μου είπες χθες; Πως άμα έρθω σήμερα από μόνη μου, θα μου έλεγες μια ιστορία;

– Ξεχνιούνται αυτά; Ξέρω ήδη και ποια θα σου πω. Αφού είπε η γιαγιά σου χθες θα σου πει τον μύθο για την θηλυκή συκιά, εγώ θα σου πω έναν μύθο του Αισώπου.

Και ξεκίνησαν, μαζί πλέον, την προαιώνια ιεροτελεστία της παρασκευής της πιο βασικής και  πολύτιμης τροφής του ανθρώπου, καθώς η μαμά ξεκινούσε μια διδαχή, που μάλιστα την είχε ζητήσει η κόρη της.

– Ήταν κάποτε μια ελιά και μια συκιά, φυτεμένες η μια δίπλα στην άλλη. Η ελιά ήταν κάπως ξιπασμένη. Λίγο ότι θεωρείται από τα πιο σημαντικά φυτά, λίγο ότι ζει πολλούς αιώνες, λίγο ότι είναι δώρο στους ανθρώπους από μια μεγάλη θεά, έ το είχε πάρει επάνω της! Ήθελε να όλοι να την θαυμάζουν. Λέει που λες στην γειτόνισσά της: “Κοίτα ο κορμός μου πόσο χοντρός είναι! Κοίτα το φύλλωμά μου πόσο όμορφο, ασημοπράσινο και αειθαλές! Ενώ εσύ μικρή μου συκιά… Κάθε χρόνο ρίχνεις όλα σου το φύλλα και μένεις γυμνή όλο τον Χειμώνα και την Άνοιξη, φτου κι απ’ την αρχή να φτιάξεις νέα…”

Η συκιά, δεν μίλησε. Τί να πει άλλωστε; Αλήθεια δεν ήταν; Έμενε όντως γυμνή. Και πόσο πολύ ντρεπόταν για αυτό! Ήρθε όμως ένας Χειμώνας πολύ βαρύς. Εκείνη τη χρόνια έριξε τόσο χιόνι, που δεν το είχαν ξαναδεί! Μια εβδομάδα μάλιστα, χιόνιζε συνεχόμενα, χωρίς να προλάβει να βγει ήλιος να το λιώσει. Τα γυμνά κλαδιά της συκιάς ήταν πολύ χοντρά και το άντεχαν. Τα μικρότερα, κοιτούσαν προς τα πάνω και δεν μπορούσε να κάτσει πάνω τους χιόνι. Έτσι δεν πήρε χαμπάρι από αυτόν τον χιονιά.

Η ελιά όμως… Το πυκνό, όμορφο ασημοπράσινο και αειθαλές φύλλωμά της, κρατούσε όλο αυτό το χιόνι και κάθε μέρα, γινόταν και πιο βαρύ. Έτσι ένα ένα άρχισαν να σπάνε τα κλαδιά της μέχρι που έμεινε με ένα μονάχα. Σα λοφίο πετεινού! Όταν ήρθε η άνοιξη και έλιωσαν τα χιόνια, τα πρώτα “μάτια” άρχισαν να σκάνε στον κορμό της συκιάς και ύστερα ήρθαν και τα μεγάλα πράσινα φύλλα της, που έδιναν σκιά στους διαβάτες στην άκρη του δρόμου. Η ελιά όμως δεν είχε πια κλαδιά για να έχει φύλλα. Τώρα ήταν αυτή που ένιωθε ντροπή. Και μάλιστα διπλή. Άρχισε να πετάει μικρά κλαδιά όλογυρά της και να αγωνίζεται μέρα με την μέρα να κάνει μια νέα αρχή. Θα της έπαιρνε χρόνια να αποκτήσει την πρώτη της αίγλη.

Γι’ αυτό, όσο περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουμε, άνθρωποι, ζώα και φυτά, γινόμαστε πιο ταπεινοί. Βλέπουμε και θαυμάζουμε τα χαρίσματα των συνανθρώπων μας και δεν θεωρούμε πώς ό,τι έχουμε ή είμαστε, είναι το καλύτερο. Κάθε ένας από μας, είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος!…

Τελείωσε έτσι ο μύθος, αλλά φυσικά όχι η συζήτηση, γιατί όσοι έχετε μικρά παιδιά ή είστε μικρά παιδιά, θα ξέρετε ότι μια ιστορία είναι ευκαιρία για πολλή συζήτηση. Η Δέσποινα είχε πολλές συμμαθήτριες -κάπως αυτάρεσκες- μα και η ίδια καμιά φορά θαύμαζε λίγο παραπάνω τα μαλλιά ή την κορμοστασιά της. Έτσι τους πήρε όλο το πρωί, και το ψωμί μπήκε και βγήκε από τον φούρνο, όπως και η πίτα, και τα ταψιά με τα ξερά σύκα. Η Δέσποινα τα τίμησε όλα ανελλιπώς και επέστρεψε στο κρεβάτι για τον υποχρεωτικό μεσημεριανό ύπνο, που δεν ερχόταν ποτέ. Το απόγευμα θα βοηθούσε στον κήπο, θα μάζευε πάλι σύκα και θα πήγαινε στην γιαγιά να ακούσει άλλη μια ιστορία…

Επόμενο: 1η μέρα σχολείου

Copyright © 2024. Ασπασία Καγιαλάρη.