Διόνυσος και Αριάδνη

Ιστορίες από την δημιουργία της Ιδαίας

Το δίκτυο επεκτείνεται

… Η Αριάδνη ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια της. Γύρω της τα  καταπράσινα δέντρα του δάσους της  Νάξου εμπόδιζαν το φως να πέφτει κατευθείαν πάνω της. Όμως ήταν αρκετά φωτεινά. Πρέπει να είχε ξημερώσει εδώ και ώρα. Οι ήχοι γύρω της από τα κελαηδίσματα ήταν τόσο μελωδικοί που έμοιαζε να μην έχει βγει ακόμα από το τελευταίο της όνειρο. Μα τί ύπνος ήταν αυτός απόψε! Πόσα όνειρα! Τί να πρωτοθυμηθεί!…

Η αλήθεια είναι, πως πριν κοιμηθεί, είχε ευχηθεί για έναν τόσο βαθύ ύπνο. Είχαν όλοι ταλαιπωρηθεί πολύ. Το ταξίδι τόσες μέρες, με έναν άνεμο αντίθετο, ανάγκαζε τους ναύτες του πλοίου να χρησιμοποιούν όλη τους την επιδεξιότητα και το πλοίο έκανε πολλούς ελιγμούς. Κι εκείνη είχε αρχίσει να αμφιβάλει. Έκανε καλά που πρόδωσε τα μυστικά του λαβυρίνθου; Ήταν ο Θησέας αυτός με τον οποίο ήθελε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της;

Είχε βοηθήσει τον όμορφο νέο να βρει τον δρόμο έξω από τον λαβύρινθο. Η κυριαρχία της Κρήτης στην Αθήνα είχε τερματιστεί. Η Αθήνα δέν χρειαζόταν πλέον να πληρώνει τον φρικτό φόρο αίματος. Όμως το καταλάβαινε: ο Θησέας δέν είχε αυτήν στην καρδιά του. Όλη του η σκέψη ήταν στραμμένη στην Αθήνα. Πώς θα ενώσει τους οικισμούς για να την κάνει ένα δυνατό κράτος, πώς θα την διοικήσει, πώς θα εξαπλώσει την επικράτειά του και πάει λέγοντας.

Διόνυσος και Αριάδνη – Antoine-Jean Gros, 1820

Είχε βαρεθεί να τον ακούει. Ήταν τόσες μέρες τώρα που ταξίδευαν στην αγριεμένη θάλασσα και με κάθε μέρα που περνούσε, λιγόστευε και ο ενθουσιασμός της για το μέλλον της μαζί του. Δεν ήταν η ζωή που είχε ονειρευτεί. Δεν νοιαζόταν, για κράτη και επικράτειες… Γι’ αυτό τον είχε βοηθήσει άλλωστε. Το ένιωθε άδικο αυτό που έκανε η πατρίδα της στην δική του. Μα τώρα; Μήπως η αδικία θα συνεχιζόταν απλά με αλλαγή ρόλων; Δεν θα μπορούσαν επιτέλους κάποτε οι άνθρωποι να ζήσουν ειρηνικά; Πάντα θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος δυνατός και κάποιος που θα υποφέρει εξαιτίας του;

Ο θυμός της την ξύπνησε για τα καλά, κοίταξε γύρω της να τον δει και ετοιμάστηκε να του τα πει ένα χεράκι. “Αα, όλα κι όλα. Ας κάνει εκείνος ό,τι θέλει”. Εκείνη δεν είχε καμιά διάθεση να τον βοηθήσει άλλο. Την ζωή της δεν θα την όριζε ένας πατέρας ή ένας σύζυγος βασιλιάς. Ήθελε να ζήσει ορίζοντας η ίδια τη ζωή της. Το ταξίδι τελείωνε εδώ.

Προτιμούσε να μείνει σε εκείνο το δάσος να μαζεύει καρπούς και μανιτάρια! Είχε περάσει όλα τα παιδικά της χρόνια παίζοντας μέσα στη φύση και αργότερα, σαν ιέρεια στο ιερό τής κορυφής τού βουνού που έχει την μορφή τού Δία, είχε πολλές ευκαιρίες να ξεφεύγει από την πληκτική ζωή στο παλάτι. Μόνο τότε ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη. Η ζωή στα ανάκτορα, ας ήταν και της Κνωσσού, το είχε καταλάβει πως δεν της ταίριαζε.

Και τότε το συνειδητοποίησε. Κανείς δέν ήταν εκεί γύρω. Η πρόχειρη κατασκήνωση τους, το πλήρωμα του πλοίου, οι εφτά νέοι και οι εφτά νέες που γλύτωσαν από τον Μινώταυρο, όλα είχαν κάνει φτερά. Ή μάλλον πανιά. Τα μαύρα πανιά του πλοίου της Αθήνας. Όμως δέν ήταν τελείως μόνη. Μια παρουσία πολύ έντονη ένιωθε. Μια παρουσία που χωρίς να ξέρει πώς και γιατί την γέμιζε χαρά, γαλήνη, ενθουσιασμό για την ζωή. Ξαφνικά, ο Θησέας ήταν σαν να μήν υπήρξε ποτέ. Το ήξερε ότι κάποιος ήταν εκεί αλλά δέν μπορούσε να διακρίνει. Άκουσε όμως την φωνή του. Γλυκιά και μελωδική, η φωνή τού θεού Διόνυσου, την γύρισε πίσω στα ξέγνοιαστα παιδικά της χρόνια, τότε που πέρναγε όλη μέρα έξω από το παλάτι με παιχνίδια στα δάση και τα ποτάμια.

Να που συναντιόμαστε πάλι!

Έχει ειπωθεί ότι η Αριάδνη έμεινε τη Νάξο μόνη της για καιρό, κλαίγοντας για την εγκατάλειψη του Θησέα και περιμένοντας την επιστροφή του· και πως μόνο αργότερα συνάντησε τον Διόνυσο και έγιναν ζευγάρι. Όμως αυτό δέν είναι αλήθεια. Η Αριάδνη ξύπνησε εκείνο το πρωί έχοντας ήδη χάσει το ενδιαφέρον της για τον Θησέα. Η αγάπη της για την ζωή στη φύση μακριά από το παλάτι, είχε γεννηθεί χρόνια πριν και η γνωριμία της με τον Διόνυσο είχε γίνει πολύ πριν εμφανιστεί ο Θησέας, όταν ήταν και οι δύο παιδιά.

Η Αριάδνη, γύρισε προς τα πίσω και τον είδε να εμφανίζεται μέσα από τον κορμό του δέντρου όπου είχε ανακαθίσει όταν ξύπνησε. Της χαμογελούσε και το βλέμμα του σήμαινε ότι όλα όσα σκεφτόταν τόση ώρα, αυτός θα τα καταλάβαινε και θα συμφωνούσε απόλυτα. Και όχι μόνο αυτό· θα έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι του να της προσφέρει την ζωή που ονειρευόταν! Όπως παλιά.

Δέν της έκανε εντύπωση που τον είδε να βγαίνει από το δέντρο. Τα χρόνια που σαν παιδιά και οι δυο έπαιζαν κοντά στη θάλασσα, σε όχθες ποταμών, ή σκαρφαλώνοντας στις πλαγιές των βουνών, της είχε μάθει όλα για τα μυστικά για τις πύλες των ιερών τόπων και τα περάσματα. Κι εκείνη είχε μάθει να τις χρησιμοποιεί. Συχνά, όταν δέν ήταν άλλος κοντά, επέστρεφε σπίτι από τον ναό μέσα από τις πύλες…

Μάλιστα, το πρώτο της πέρασμα ήταν αυτό στην Ιερή Σπηλιά. Ο Διόνυσος, που ήθελε να της κάνει εντύπωση, την είχε πάει στο μέρος όπου γεννήθηκε ο πατέρας του. Και ύστερα από σπηλιά σε σπηλιά και από κει σε κορμούς δέντρων, που με τις δυνάμεις του τις έκανε πύλες, την γύρισε σε όλη την Κρήτη και ακόμα παραπέρα. Όμως ακόμα δέν είχε δημιουργηθεί η Ιδαία. Τα περάσματα ήταν μόνο ανάμεσα σε τόπους. Και όσον αφορά τα ταξίδια στον χρόνο, ο Διόνυσος ήταν αρκετά σοφός για να ξέρει πως αυτά έπρεπε κανείς να τα αποφεύγει. Μόνο καμιά φορά, όταν το είχαν παρακάνει με τα παιχνίδια και είχε πιάσει να βραδιάζει, έκλεβε λίγες ώρες και την γύριζε απόγευμα στο παλάτι. Ίσα να μήν έχει ιστορίες με την παραμάνα της.

Ύστερα όμως, ο Διόνυσος ήρθε η ώρα που μεγάλωσε. Και είχε μιαν αποστολή: να διαδώσει την τέχνη τής καλλιέργειας τού αμπελιού και τής παραγωγής τού οίνου. Έτσι  άρχισε να γυρίζει την Ελλάδα και να μοιράζει την γνώση αυτή στους ανθρώπους. Η Αριάδνη πάλι, άρχισε να έχει άλλα ενδιαφέροντα και να κάνει παρέα περισσότερο με κορίτσια. Κι έτσι σιγά σιγά αραίωσαν οι συναντήσεις τους, και όπως συμβαίνει με τους περισσότερους παιδικούς φίλους, χάθηκαν για χρόνια. Πάντα όμως θυμόταν ο ένας την άλλη με αγάπη.

Διόνυσος και Αριάδνη – Giovanni Antonio Pellegrini, 1720

Πέρασαν όλη εκείνη την ημέρα, αναπολώντας και περιγράφοντας τις ζωές τους από τότε που χάθηκαν. Εκείνη του περιέγραψε τί την οδήγησε να βοηθήσει τον Θησέα αλλά και την απογοήτευσή της, όταν κατάλαβε ότι δέν ήταν τα πράγματα όπως τα φαντάστηκε. Κι εκείνος της είπε ότι από καιρό φρόντιζε να μαθαίνει νέα της και ότι τα είχε καταλάβει όλα. Γι’ αυτό μπήκε εκείνο το βράδυ στα όνειρα τού Θησέα και τον διέταξε να φύγει το ίδιο πρωί από τη Νάξο χωρίς να την ξυπνήσει. Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη και δέν κατάλαβαν για πότε έφτασε το βράδυ. Ούτε πείνα, ούτε νύστα ένιωθαν. Όμως δέν ήταν ανάγκη να κοιμηθούν στο δάσος.

Ο Διόνυσος, μέσα από το ίδιο δέντρο απ’ όπου εμφανίστηκε,  την οδήγησε στην σπηλιά του που ήταν στρωμένη με προβιές ζώων. Εκεί οι ακόλουθοι του τούς έστρωσαν να φάνε και ύστερα να κοιμηθούν. Πλέον είχαν μια ζωή να μιλάνε, να κάνουν σχέδια και να ζουν όπως ονειρεύτηκαν. Γιατί ο Διόνυσος και η Αριάδνη έγιναν το ζευγάρι που άνοιξε τα περισσότερα από τα περάσματα για την Ιδαία, τον τόπο όπου κάθε άνθρωπος άδικα διωκόμενος θα έβρισκε καταφύγιο. Και δεν άνοιξαν μόνο πύλες σε τόπους ιερούς, ή όπου υπήρχε ανάγκη. Θέσπισαν και τους πρώτους νόμους τής Ιδαίας. Με πρώτον αυτό που ονειρεύτηκε η Αριάδνη: έναν τόπο όπου δεν υπάρχει εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος, ισχυρός και αδύναμος, άδικος και αδικούμενος. Έναν τόπο που η ζωή όλων έχει την ίδια αξία...

Επόμενο: Η ζωή στην Ιδαία

Copyright © 2025. Ασπασία Καγιαλάρη.